- χούμος
- ο1) перегной, гумус; 2) чернозём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χούμος — ο, Ν (εδαφολ.) κατατετμημένο σε λεπτή υφή νεκρό οργανικό υλικό τού εδάφους, το οποίο προέρχεται από τη μικροβιακή αποικοδόμηση τών φυτικών και ζωικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. humus «γη»] … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
χουμικός — ή, ό, Ν [χούμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χούμο (α. «χουμικά εδάφη» εδάφη που εμπεριέχουν χούμο β. «χουμικές ουσίες» οι ουσίες που εμπεριέχονται στον χούμο) … Dictionary of Greek
χώμος — ο / χῶμος, ΝΑ νεοελλ. το μαυρόχωμα, ο χούμος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek